- ινδολογία
- ηη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της Ινδίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδολογία — η η μελέτη τής ιστορίας και γενικά τού πολιτισμού τής Ινδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indology < indo «ινδο » + logy (πρβλ. λογία < λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γεώργ. Κοζάκη Τυπάλδο] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ινδολόγος — ο, η αυτός που μελετά τις εκδηλώσεις τού πολιτισμού τής Ινδίας, αυτός που ασχολείται με την ινδολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indologist < indo «ινδο » + logist < log (πρβλ. λόγος < λέγω) + κατάλ. ist. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek